κακόσφαιρος
English (LSJ)
ον, A ill-rounded, Tz.H.11.492.
Greek Monolingual
κακόσφαιρος, -ον (Μ)
όχι εντελώς σφαιρικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -σφαιρος (< σφαῖρα), πρβλ. αδρό-σφαιρος, μεσό-σφαιρος].
ον, A ill-rounded, Tz.H.11.492.
κακόσφαιρος, -ον (Μ)
όχι εντελώς σφαιρικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -σφαιρος (< σφαῖρα), πρβλ. αδρό-σφαιρος, μεσό-σφαιρος].