καρδιαλγία

Revision as of 22:50, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ἡ,    A heartburn, Id.8.343, al., Ruf. ap. Orib.7.26.8.

German (Pape)

[Seite 1326] ἡ, Schmerzen am oberen Magenmund, Magendrücken, Galen.

Greek Monolingual

η (Α καρδιαλγία) καρδιαλγής
νεοελλ.
ιατρ. πόνος στην καρδιακή μοίρα του στομάχου που εκδηλώνεται στο επιγάστριο ή πόνος στην καρδιακή χώρα, συχνά νευραλγικός
αρχ.
πόνος του στομάχου.