νευραλγικός
From LSJ
οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νευραλγία (α. «νευραλγικό σημείο» — το μέρος ενός νεύρου στο οποίο καθίσταται περισσότερο αισθητό το άλγος
β. «νευραλγικός πόνος»)
2. μτφ. ευαίσθητος, ευπαθής, καίριος («το νευραλγικό σημείο της οικονομίας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νευραλγία. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στον Αλ. Αντωνιάδη].