κατανέω

Revision as of 23:06, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

(A), aor. -ένησα,    A heap, pile up, Hdt.6.97.
κατανέω (B),    A spin out, in pf. Pass., Hsch. s.v. λίνοιο.

German (Pape)

[Seite 1365] (s. νέω), ausspinnen, Hesych. S. auch κατανήω.

Greek (Liddell-Scott)

κατανέω: (Α), (νέω, νηέω): ἀόρ. -ένησα, ἐπισωρεύω, συσσωρεύω, λιβανωτοῦ τριάκοντα τάλαντα κατανήσας ἐπὶ τοῦ βωμοῦ ἐθυμίησεν Ἡρόδ. 6. 97.

French (Bailly abrégé)

entasser, amonceler.
Étymologie: κατά, νέω⁴.

Greek Monolingual

(I)
κατανέω (Α)
συσσωρεύω, στοιβάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + νέω «συσσωρεύω»].
(II)
κατανέω (Α)
(Ησύχ.) γνέθω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + νέω «γνέθω»].

Greek Monotonic

κατανέω: Ιων. -νήω, αόρ. αʹ -ένησα, συσσωρεύω, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

κατανέω: нагромождать, накладывать, т. е. возлагать (λιβανωτοῦ τριηκόσια τάλαντα ἐπὶ τοῦ βωμοῦ Her.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-νέω opstapelen.

Middle Liddell

ionic -νήω aor1 -ένησα
to heap up, Hdt.