κεραμοπώλης

Revision as of 09:05, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ου, ὁ,    A seller of pottery, Din.Fr.89.18.

German (Pape)

[Seite 1420] ὁ, Verkäufer von irdenen Waaren, Din. bei Poll. 7, 161.

Greek (Liddell-Scott)

κερᾰμοπώλης: -ου, πωλητὴς πηλίνων σκευῶν, Δείναρχ. παρὰ Πολυδ. Ζ΄, 161.

Greek Monolingual

ο (Α κεραμοπώλης)
ο πωλητής ειδών κεραμικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέραμος + -πώλης (< πωλώ)].