κοχλοειδής

From LSJ
Revision as of 09:40, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοχλοειδής Medium diacritics: κοχλοειδής Low diacritics: κοχλοειδής Capitals: ΚΟΧΛΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: kochloeidḗs Transliteration B: kochloeidēs Transliteration C: kochloeidis Beta Code: koxloeidh/s

English (LSJ)

ές,    A = κοχλιοειδής, γραμμή conchoid, Papp.244, etc.

Greek Monolingual

κοχλοειδής, -ές (AM)
κοχλιοειδής.
επίρρ...
κοχλοειδῶς (Α)
σαν το όστρακο του κοχλία, σπειροειδώς, κοχλιοειδώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόχλος + -ειδής (< εἶδος)].