κρίσσιον
From LSJ
Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm
English (LSJ)
τό, A thistle, Carduus pycnocephalus, Dsc.4.118.
Greek Monolingual
κρίσσιον, τὸ (Α)
το φυτό κόρδος ο πυκνοκέφαλος, το γαϊδουράγκαθο.