κυλικηγόρος

From LSJ
Revision as of 10:10, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ζήτει σεαυτῷ καταλιπεῖν εὐδοξίαν → Tibi studeto gloriam relinquere → Dir guten Ruf zu hinterlassen sei bemüht

Menander, Monostichoi, 187
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠλῐκηγόρος Medium diacritics: κυλικηγόρος Low diacritics: κυλικηγόρος Capitals: ΚΥΛΙΚΗΓΟΡΟΣ
Transliteration A: kylikēgóros Transliteration B: kylikēgoros Transliteration C: kylikigoros Beta Code: kulikhgo/ros

English (LSJ)

ον,    A one who talks over his cups, Eust.1632.18.

Greek (Liddell-Scott)

κῠλῐκηγόρος: -ον, ὁ ἀγορεύων ἐπὶ τῇ κύλικι, ὁ κυλικηγορῶν, Εὐστ. 1632. 18.

Greek Monolingual

κυλικηγόρος, -ον (Α)
αυτός που μιλά ή συζητά για κάτι πίνοντας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύλιξ, -ικ-ος + -ηγόρος (< ἀγορά). Το -η- λόγω του νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει].