κόρυμνα
From LSJ
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
English (LSJ)
A necklace, Hsch.
Greek Monolingual
κόρυμνα (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «κόσμος τις γυναικεῑος περιτραχήλιος», περιδέραιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].