λιμένιος

From LSJ
Revision as of 10:55, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐμένιος Medium diacritics: λιμένιος Low diacritics: λιμένιος Capitals: ΛΙΜΕΝΙΟΣ
Transliteration A: liménios Transliteration B: limenios Transliteration C: limenios Beta Code: lime/nios

English (LSJ)

α, ον,    A of the harbour, epith. of Aphrodite, Paus.2.34.11; of Zeus, Ach.Tat.Intr.Arat.p.84 M.; cf. sq.

Greek (Liddell-Scott)

λῐμένιος: -α, -ον, ἀνήκων εἰς τὸν λιμένα, ἐπίθ. τῆς Ἀφροδίτης, Παυσ. 2. 34, 11· τοῦ Διός, Βίος Ἀράτ. 275C Petav.· πρβλ. λιμενίτης.

Greek Monolingual

λιμένιος -ία, -ον (Α) λιμήν
1. (για θεό) αυτός που προστατεύει τους λιμένες
2. (το θηλ. ως επίκληση της Αφροδίτης) η Λιμενία
προστάτιδα τών ναυτικών στην Ερμιόνη.