λυσίποθος

Revision as of 11:06, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

[ῐ], ον,    A delivering from love, ἀγγελίαι AP5.268 (Agath.).

Greek (Liddell-Scott)

λῡσίποθος: -ον, ὁ λύων, καταπαύων τὸν πόθον, Ἀνθ. Π. 5. 269.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui délivre des regrets, des désirs.
Étymologie: λύω, πόθος.

Greek Monolingual

λυσίποθος, -ον (Α)
αυτός που ελευθερώνει από τον πόθο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι- + πόθος (< ποθῶ), πρβλ. κρυψί-ποθος, τηξί-ποθος].

Greek Monotonic

λῡσίποθος: [ῐ], -ον, αυτός που απαλλάσσει από τον πόθο, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

λῡσίποθος: (σῐ) освобождающий от любовного томления (ἀγγελίαι Anth.).

Middle Liddell

λῡσί-ποθος, ον
delivering from love, Anth.