μαζηρὸς

Revision as of 11:20, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

πίναξ, trencher    A for barley-cakes, Poll.10.84.

Greek (Liddell-Scott)

μαζηρὸς: πίναξ, πινάκιον ἐφ’ οὗ τιθέμεναι αἱ μᾶζαι διενέμοντο, Πολυδ. Ι΄, 84, ἴδε μαζονόμος.

Greek Monolingual

μαζηρός, -όν (Α) μᾱζα
φρ. «μαζηρὸς πίναξ» — πινάκιο για το σερβίρισμα τών κομματιών της κρίθινης μάζας.