μεθάρμοσις
English (LSJ)
εως, ἡ, A change, δεσποτῶν Plb.18.45.6.
German (Pape)
[Seite 111] ἡ, Umstimmung, Veränderung, Pol. 18, 28, 6, δεσποτῶν.
Greek (Liddell-Scott)
μεθάρμοσις: ἡ, ἀλλαγή, μεθάρμοσις δεσποτῶν Πολύβ. 18. 28. 6.
Greek Monolingual
μεθάρμοσις, -εως, ἡ (Α) μεθαρμόττω
μετατροπή, μεταβολή, αλλαγή («καὶ γίνεται μεθάρμοσις δεσποτῶν, οὐκ ἐλευθέρωσις τῶν Ἑλλήνων», Πολ.).
Russian (Dvoretsky)
μεθάρμοσις: εως ἡ смена, замена (δεσποτῶν Polyb.).