μικρόκαρπος

Revision as of 12:30, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A bearing small fruit, Thphr. CP2.10.2.

German (Pape)

[Seite 184] mit kleinen Früchten, Schol. Plat. 337.

Greek Monolingual

μικρόκαρπος, -ον (Α)
(για φυτά) αυτός που παράγει μικρούς ως προς το μέγεθος καρπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + καρπός (πρβλ. κακό-καρπος)].