μικρόβωλος

Revision as of 12:35, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A in small lumps, σμύρνα Dsc.1.64.

German (Pape)

[Seite 183] kleinschollig.

Greek (Liddell-Scott)

μικρόβωλος: -ον, ὁ ἔχων μικρὰς βώλους, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ ἁδρόβωλος Διοσκ. 1, 77, σ. 80.

Greek Monolingual

μικρόβωλος, -ον (Α)
αυτός που υπάρχει υπὸ μορφή μικρών βώλων («μικρόβωλος σμύρνα», Διοσκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + -βωλος (< βῶλος), πρβλ. καλλί-βωλος, χρυσό-βωλος].