μυκόομαι
From LSJ
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
English (LSJ)
( A μύκης 11.3) become fungous, of ulcers, ἐμυκώθη Hp.Mul. 1.40 codd. and Gal.19.97; cf. μυλόομαι.
Greek (Liddell-Scott)
μυκόομαι: ἴδε ἐν λ. μυλόομαι.