μυρτάκανθος
From LSJ
Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)
English (LSJ)
[ᾰκ], ὁ, A = μυρσίνη ἀγρία, Dsc.4.144.
Greek Monolingual
μυρτάκανθος, ὁ (Α)
το φυτό μυρσίνη η αγρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρτος + ἄκανθος.