[ῠ], A = μύχατος, Τάρταρα Trag.in PGrenf.2.6Fr.1.7; f.l. in E.Hel.189 (lyr.).
Greek Monolingual
μύχαλος (Α) μύχατος («μύχαλα Τάρταρα», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αν δεν πρόκειται για εσφ. γρφ. του μύχατος, τότε η λ. εμφανίζει την κατάλ. -αλος (πρβλ.βύσσ-αλος: βυσσός)].