μύχαλος

From LSJ

Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt

Menander, Monostichoi, 541
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μύχαλος Medium diacritics: μύχαλος Low diacritics: μύχαλος Capitals: ΜΥΧΑΛΟΣ
Transliteration A: mýchalos Transliteration B: mychalos Transliteration C: mychalos Beta Code: mu/xalos

English (LSJ)

[ῠ], = μύχατος, Τάρταρα Trag.in PGrenf.2.6 Fr.1.7; f.l. in E.Hel.189 (lyr.).

Greek Monolingual

μύχαλος (Α)
μύχατος («μύχαλα Τάρταρα», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αν δεν πρόκειται για εσφ. γρφ. του μύχατος, τότε η λ. εμφανίζει την κατάλ. -αλος (πρβλ. βύσσ-αλος: βυσσός)].