μύχατος
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
English (LSJ)
[ῠ], η, ον, irreg. Sup. of μύχιος, A.R.1.170, Call.Dian.68, Ps.-Phoc.164, AP9.632; ἔντοσθεν μυχάτοιο δόμου Klio15.48 (Delph., iii B. C.).
German (Pape)
[Seite 223] unregelmäßiger superl. zu μύχιος, von μυχός, wie μέσατος von μέσος gebildet; Ap. Rh. 1, 170; Callim. Dian. 68; Opp. Cyn. 3, 350; Ep. ad. 472 (IX, 632).
Russian (Dvoretsky)
μύχᾰτος: (ῠ) Anth. superl. к μύχιος.
Greek (Liddell-Scott)
μύχᾰτος: -η, -ον, ἀνώμαλον ὑπερθετ. τοῦ μύχιος, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 170, Καλλίμ. εἰς Ἄρτεμ. 68, Ψευδο-Φωκυλ. 152, κτλ.· πρβλ. μέσατος.
Greek Monolingual
μύχατος, -άτη, -ον (Α)
(μτγν. ανώμ. υπερθ. του μύχιος) ο ενδότατος, ο εσώτατος, ο βαθύτατος, ο κρυμμένος πολύ βαθιά («ἔντοσθεν μυχάτοιο δόμου», Επιγρ. Δελφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυχός, κατά το ἔσχατος.