νυκτοφυλακέω

Revision as of 13:49, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A guard, watch by night, ν. τὰ ἔξω X.Cyr.4.5.3 ; ν. νυκτοφυλακάς Supp.Epigr.4.535.18 (Ephesus, ii/iii A. D.) :—impers. in Pass., Aen.Tact. 22.1.    II ὁ-κῶν, = Lat. praefectus vigilum, D.C.52.33.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτοφῠλᾰκέω: φυλάττω κατὰ τὴν νύκτα, ν. τὰ ἔξω, φυλάττω κατὰ τὴν νύκτα τὰ ἔξω μέρη, Ξεν. Κύρ. 4. 5. 3· ὁ -κῶν Δίων Κ. 52. 33. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 297.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
monter la garde pendant la nuit : τι pour veiller sur qch.
Étymologie: νυκτοφύλαξ.

Greek Monotonic

νυκτοφῠλᾰκέω: μέλ. -ήσω, φυλάω σκοπιά τη νύχτα· νυκτοφυλακέω τὰ ἔξω, περιφρουρώ τη νύχτα τους εξωτερικούς χώρους, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

νυκτοφῠλᾰκέω: нести ночную охрану, стоять в ночном карауле: ν. τὰ ἔξω Xen. нести наружную ночную охрану.

Middle Liddell

νυκτοφῠλᾰκέω, fut. -ήσω
to keep guard by night, ν. τὰ ἔξω to watch the outer parts by night, Xen. [from νῠκτοφύλαξ]