νηττοφόνος

Revision as of 13:50, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ὁ,    A duck-killer, a kind of eagle, Aquila naevia, Arist. HA618b25.

Greek Monolingual

νηττοφόνος, -ον, ὁ (Α)
1. νηττοκτόνος
2. το αρσ. ως ουσ. είδος αετού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νήττα «πάπια» + -φόνος (< φόνος < θείνω «σκοτώνω»), πρβλ. μηλο-φόνος, νεβρο-φόνος.