οἰνοφλυγέω
From LSJ
χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam
English (LSJ)
A to be drunken or drunk, LXXDe.21.20, Ph.1.361, Poll.6.21.
Greek (Liddell-Scott)
οἰνοφλῠγέω: εἶμαι μέθυσος, μεμεθυσμένος, Ἑβδ. (Δευτ. ΚΑ΄, 20), Πολυδ. Ϛ΄, 21.