πέρσειον
From LSJ
English (LSJ)
(which also A = στρύχνον μανικόν, Dsc.4.73) or πέρσιον, τό, fruit of περσέα, Thphr.HP2.2.10, Posidon.3 J.: pl. πέρσεια Clearch. 65 :—Dim. περσίδιον, POxy.1188.21 (i A. D.), Dioscorus in PLit.Lond.100 B:—Adj. περσέϊνος, PCair.Zen.176.168 (iii B. C.), CPHerm. 7 iii 13 (iii A. D.).
Greek Monolingual
και πέρσιον, τὸ, Α περσέα
1. ο καρπός του δέντρου περσέα
2. το φυτό στρύχνον το μανικόν.