παμπλείων

Revision as of 14:35, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ονος, ὁ, ἡ,    A much greater, ὄγκος τῆς φωνῆς Arist.Aud.804a15.

Greek (Liddell-Scott)

παμπλείων: -ονος, ὁ, ἡ, πολλῷ πλείων, Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 63 (Bonitz πάμπλεως).

Greek Monolingual

παμπλείων, -ονος, ὁ, ἡ (Α)
κατά πολύ περισσότερος ή μεγαλύτερος («παμπλείων ὄγκος φωνῆς», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + πλείων.

Russian (Dvoretsky)

παμπλείων: 2, gen. ονος compar. к πάμπολυς.