παρεγχείρησις

Revision as of 15:25, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

εως, ἡ,    A encroaching on other people's business, Cic.Att.15.4.3 ; interference, μηδεμιᾷ-ήσει BMus.Inscr.481*.402 (Ephesus, ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 510] ἡ, falscher Schluß oder Beweis, Cic. Att. 15, 4, 3.

Greek (Liddell-Scott)

παρεγχείρησις: ἡ, τὸ ἐπεμβαίνειν εἰς τὰ ἔργα ἄλλου, ἐπιχείρησις ἀναμίξεως εἰς ξένας ὑποθέσεις, Κικ. πρὸς Ἀττ. 15. 4, 3· ἡ δι’ ἑτέρων π. Κλήμ. Ἀλ. 896.

Greek Monolingual

-ήσεως, ἡ, Α παρεγχειρώ
1. οικειοποίηση, σφετερισμός δικαιωμάτων κάποιου άλλου
2. εσφαλμένος συλλογισμός
3. επέμβαση, παρέμβαση, μεσιτεία.