A persuade besides, D.C.44.34, 46.49 (Pass.).
[Seite 749] noch dazu bereden, D. Cass. 44, 34.
Απείθω εντελώς και επιπροσθέτως κάποιον.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀναπείθω «πείθω, παρακινώ, παρασύρω»].