σπαργάνιον

Revision as of 22:40, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

τό, Dim. of σπάργανον,    A bur-reed, Sparganium ramosum, Dsc.4.21.    2 = quinquefolii radix, Plin.HN25.109.    3 v. σπάργανον 11.

German (Pape)

[Seite 917] τό, dim. von σπάργανον, eine Pflanze, Diosc., Plin. H. N. 25, 9, vielleicht βούτομος.

Greek (Liddell-Scott)

σπαργάνιον: τό, ὑποκορ. τοῦ σπάργανον, φυτόν τι ἔνυδρον, ὡς ὁ Λιναῖος ὠνόμασεν εἶδός τι καλάμου (κατ’ ἄλλους τὸ βούτομον), Διοσκ. 4. 21, Πλιν. Ν. Η. 25. 9.