στρατύλλαξ

Revision as of 23:05, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ὁ, perh. Comic Dim. of στρατηγός,    A toy captain, Cic. Att.16.15.3.

German (Pape)

[Seite 952] ὁ, kom., lim., das lat. imperatorculus, Cic. Att. 16, 15, l. d.

Greek (Liddell-Scott)

στρᾰτύλλαξ: ὁ, κώμικ. ὑποκορ., Λατ. imperatorculus, Κικ. πρ. Ἀττ. 16151.

Greek Monolingual

-ακος, ὁ, Α
(κωμική λ.) υποκορ. ασήμαντος στρατηγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρατός, με εκφραστικό ένθημα -υλλ- και επίθημα -αξ, -ακος (πρβλ. σκύλ-αξ)].