συγχρηματισμός

Revision as of 23:25, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ὁ,    A agreement, POxy.237 iv 26 (ii A.D.).

Greek Monolingual

ὁ, Α συγχρηματίζω
συμφωνία, συνεννόηση.

Greek Monolingual

ὁ, Α συγχρηματίζω
συμφωνία, συνεννόηση.