συμφιλέω

Revision as of 23:35, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A love mutually, opp. συνέχθω, S.Ant.523.

German (Pape)

[Seite 991] (s. φιλέω), mit, zugleich od. gegenseitig lieben, Ggstz συνέχθειν, Soph. Ant. 523.

Greek (Liddell-Scott)

συμφῐλέω: φιλῶ ὁμοῦ μετ’ ἄλλου, οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν, δὲν εἶναι τοῦ χαρακτῆρός μου νὰ συμμισῶ, ἀλλὰ νὰ συναγαπῶ, Σοφ. Ἀντ. 523.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
aimer ensemble ou mutuellement.
Étymologie: σύν, φιλέω.

Greek Monotonic

συμφῐλέω: μέλ. -ήσω, τρέφω αμοιβαία αγάπη, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

συμφῐλέω: вместе или взаимно любить: οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ σ. ἔφυν Soph. я рождена не для взаимной вражды, а для взаимной любви.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμφιλέω [σύν, φιλέω] samen liefhebben, delen in liefde (voor).

Middle Liddell

fut. ήσω
to love mutually, Soph.