συνέχθω
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
hate together, join in hating, poet. for συνεχθαίρω, S.Ant.523.
German (Pape)
[Seite 1022] (s. ἔχθω), poet. statt συνεχθαίρω, Soph. Ant. 519.
French (Bailly abrégé)
seul. prés;
c. συνεχθραίνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-έχθω poët. samen haten, haat delen.
Russian (Dvoretsky)
συνέχθω: Soph. = συνεχθαίρω.
Greek (Liddell-Scott)
συνέχθω: ποιητ. ἀντὶ τοῦ συνεχθαίρω, οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφην Σοφ. Ἀντ. 523.
Greek Monolingual
Α
(ποιητ. τ.) συνεχθαίρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἔχθω «μισώ, εχθρεύομαι»].
Greek Monotonic
συνέχθω: ποιητ. αντί συνεχθαίρω, σε Σοφ.