συνενεργής
From LSJ
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
English (LSJ)
ές, A active at the same time, ib.286.22.
Greek Monolingual
-ές, Α ἐνεργής
αυτός που κάνει κάτι ταυτοχρόνως.
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
Full diacritics: συνενεργής | Medium diacritics: συνενεργής | Low diacritics: συνενεργής | Capitals: ΣΥΝΕΝΕΡΓΗΣ |
Transliteration A: synenergḗs | Transliteration B: synenergēs | Transliteration C: synenergis | Beta Code: sunenergh/s |
ές, A active at the same time, ib.286.22.
-ές, Α ἐνεργής
αυτός που κάνει κάτι ταυτοχρόνως.
-ές, Α ἐνεργής
αυτός που κάνει κάτι ταυτοχρόνως.