τέτρωρον

From LSJ
Revision as of 08:30, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τέτρωρον Medium diacritics: τέτρωρον Low diacritics: τέτρωρον Capitals: ΤΕΤΡΩΡΟΝ
Transliteration A: tétrōron Transliteration B: tetrōron Transliteration C: tetroron Beta Code: te/trwron

English (LSJ)

τό, (ὅρος)    A plot of ground marked out by four boundaries, Tab.Heracl.1.90,159: also τέτρωρος, ὁ, BGU1060.18 (i B.C.).

Greek (Liddell-Scott)

τέτρωρον: τό, (ὅρος) μέρος γῆς ὁριζόμενον διὰ τεσσάρων ὅρων, ὁροθετικῶν σημείων, Ἡρακλεωτ. Πίν. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 90, 159.

Greek Monolingual

τὸ, και τέτρωρος, ὁ, Α
μέρος γης το οποίο ορίζεται από τέσσερα σημεία («ἀπό τᾱς τριακονταπέδω τᾱς διὰ τῶν τετρώρων ἀγώσας», Ηρακλεωτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + ὅρος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].