τρίδραχμος

Revision as of 09:00, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A worth three drachmas, Id.Pax1202.    II τρίδραχμος, ἡ, the threedrachma tax, PRyl.216.25, al. (ii/iii A. D.).    III τρίδραχμον, τό, three drachmas, Poll.6.165.

German (Pape)

[Seite 1142] drei Drachmen werth, schwer, κάδοι Ar. Pax 1168; τὸ τρίδραχμον, drei Drachmen, Poll 9, 60.

Greek (Liddell-Scott)

τρίδραχμος: -ον, ὁ ἔχων ἀξίαν ἢ βάρος τριῶν δραχμῶν, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1202. ΙΙ. τρίδραχμον, τό, νόμισμα τριῶν δραχμῶν, Πολυδ. ϛʹ, 165.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de la valeur de trois drachmes.
Étymologie: τρεῖς, δραχμή.

Greek Monolingual

-η, -ο / τρίδραχμος, -ον, ΝΑ
το ουδ. ως ουσ. το τρίδραχμο(ν)
νόμισμα τριών δραχμών
αρχ.
1. αυτός που έχει βάρος ή αξία τριών δραχμών
2. το θηλ. ως ουσ.τρίδραχμος
φόρος τριών δραχμών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -δραχμος (< δραχμή), πρβλ. ὀκτά-δραχμος].

Greek Monotonic

τρίδραχμος: -ον, αυτός που έχει αξία ή βάρος τριων δραχμών, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

τρίδραχμος: весом или стоимостью в три драхмы: τρίδραχμόν τι ἐμπολᾶν Arph. продавать что-л. за три драхмы.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρίδραχμος -ον [τρι -, δραχμή] drie drachmen waard.

Middle Liddell

τρί-δραχμος, ον,
worth or weighing three drachms, Ar.

English (Woodhouse)

worth three drachmas