χειλοφύλαξ
From LSJ
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
English (LSJ)
[ῠ], ᾰκος A, ὁ bandage for the lips, Heliod. ap. Orib.48.35.
Greek (Liddell-Scott)
χειλοφύλαξ: κος, ὁ, χειλέων φύλαξ, Cecchii Chriurg. velt. σελ. 8.
Greek Monolingual
-ακος, ὁ, Α
επίδεσμος κατάλληλος για τα χείλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χεῖλος + φύλαξ.