βουχανδής
From LSJ
Φίλων τρόπους γίνωσκε, μὴ μίσει δ' ὅλως → Mores amici noveris, non oderis → Erkenne, hasse nicht schlechthin der Freunde Art
English (LSJ)
ές, (χανδάνω)
A holding an ox, λέβης ib.153 (Anyte); expld. by πολυχώρητος, Hsch. χῑλος, ον, rich in fodder, λειμών A.Supp.540 (lyr.); Ἀρκαδίη AP6.108 (Myrin.).