ἀγριοκάρδαμον
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
English (LSJ)
τό, A = ἰβηρίς, Gal.13.353.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγριοκάρδαμον: τό, ἄγριον κάρδαμον, Γαλην.
Spanish (DGE)
-ου, τό
bot. mastuerzo salvaje o lepidio de hoja ancha, Lepidium latifolium L. βοτάνην Ἰβηρίδα, ἥν τινες καλοῦσι λεπίδιον ἢ ἀ. Hyginus Hipparchus en Gal.13.353, γιγγίδιον ἀ. τὸ καὶ λεπίδιον Gloss.Bot.Gr.309.9, cf. 320.24, 334.16, Paul.Aeg.3.77.4 (p.298.7).