ἀκέρατος
English (LSJ)
ον, (κέρας) A without horns, Pl.Plt.265c sq., Arist.HA 501a14, al.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκέρᾱτος: -ον, (κέρας) ὁ ἄνευ κεράτων, Πλάτ. Πολιτικ. 265C, κἑξ. Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 2. 1, 51, καὶ ἀλλ.
Spanish (DGE)
-ον
sin cuernos Pl.Plt.265c, ἀγέλη Arist.HA 501a14, βοῦς Cat. en Par.Pal.21.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκέρατος, -ον) κέρας
1. αυτός που δεν έχει κέρατα (για ζώα) ή δεν έχει κεραίες (για έντομα).
Russian (Dvoretsky)
ἀκέρατος: безрогий (τὸ μέρος τῆς ἀγέλης Plat.; κάμηλος Arst.).