τό, A sickle, Max.Tyr.30.7.
[Seite 123] τό, Schnittersichel, Max. Tyr.
ἀμητήριον: τό, δρέπανον, Μάξ. Τύρ. 30 ἐν τέλ.
-ου, τό hoz Max.Tyr.24.7.
ἀμητήριον, το (Α) ἀμῶεργαλείο θερισμού, δρεπάνι, κοσιά.