ἀμῶ

From LSJ

Οἱ βασιλεῖς τῇ ἐγκυκλοπαιδείᾳ, αὐτὴ τοῖς βασιλεῦσι (Salamanca inscription) → The kings for the university, and the university for the kings

Source

Mantoulidis Etymological

(=θερίζω). Ἀπό ρίζα αμ- ἀπό ὅπου καί οἱ λέξεις: ἄμητος (=θερισμός, ὁ καιρός τοῦ θερισμοῦ), ἀμητός (=ἡ συγκομιδή ἀπό τό θερισμό), ἀμητέον, ἀμητήρ (=θεριστής), ἀμητήριον (=δρεπάνι), ἀμητικός, ἡ ἄμαλλα (=δεμάτι ἀπό στάχυα), ἀμαλλοδετήρ (=αὐτός πού δένει δεμάτια ἀπό στάχυα).