ἀμπελοτρόφος

Revision as of 12:30, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A nurturing vines, B.6.5.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμπελοτρόφος: -ον, γῆ, ἡ ἀμπέλους τρέφουσα ἢ παράγουσα, Ψελλ. ᾆσμ. ᾀσμ. 1. 14. Βοασσ.

Spanish (DGE)

-ον criador de viñas B.6.5.

Greek Monolingual

ἀμπελοτρόφος, -ον (Α)
(γη) που τρέφει αμπέλους, στην οποία ευδοκιμούν τα αμπέλια, οινοφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμπελος + -τροφος < τρέφω.