ἀμπελοτρόφος

From LSJ

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμπελοτρόφος Medium diacritics: ἀμπελοτρόφος Low diacritics: αμπελοτρόφος Capitals: ΑΜΠΕΛΟΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: ampelotróphos Transliteration B: ampelotrophos Transliteration C: ampelotrofos Beta Code: a)mpelotro/fos

English (LSJ)

ἀμπελοτρόφον, nurturing vines, B.6.5.

Spanish (DGE)

-ον criador de viñas B.6.5.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμπελοτρόφος: -ον, γῆ, ἡ ἀμπέλους τρέφουσα ἢ παράγουσα, Ψελλ. ᾆσμ. ᾀσμ. 1. 14. Βοασσ.

Greek Monolingual

ἀμπελοτρόφος, -ον (Α)
(γη) που τρέφει αμπέλους, στην οποία ευδοκιμούν τα αμπέλια, οινοφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμπελος + -τροφος < τρέφω.