ἀνέλλην

Revision as of 12:49, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ηνος, ὁ, ἡ,    A un-Greek, outlandish, ὅμιλον ἀνέλληνα στόλον A.Supp.234 (ἀνελληνόστολον Bothe).

German (Pape)

[Seite 222] ηνος, ungriechisch, στόλος Aesch. Suppl. 231.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνέλλην: ὁ, ἡ, ὁ μὴ Ἕλλην, ξένος· ὅμιλον ἀνέλληνα στόλον Αἰσχύλ. Ἱκ. 234· ἀλλ’ ὁ Βόθιος διώρθωσε ἀνελληνόστολον μετὰ ἱματισμοῦ μὴ Ἑλληνικοῦ.

French (Bailly abrégé)

ηνος (ὁ, ἡ)
non grec, barbare.
Étymologie: ἀ, Ἕλλην.

Greek Monolingual

ἀνέλλην, ο, η (Α)
μη Έλληνας, μη ελληνικός, ξένος.

Russian (Dvoretsky)

ἀνέλλην: ηνος adj. негреческий (στόλος Aesch.).