ἀναγαργάρισμα

Revision as of 13:01, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ατος, τό,    A gargle, Dsc.1.128, Archig. ap. Orib.8.1.39.

German (Pape)

[Seite 182] τό, Mittel zum Gurgeln, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναγαργάρισμα: -ατος, τό, γαργάρα, Ἰατρ.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
gárgaras Dsc.1.128, Archig. en Gal.12.976, en Orib.8.1.39.

Greek Monolingual

το (Α ἀναγαργάρισμα) ἀναγαργαρίζω
φάρμακο κατάλληλο για γαργάρα, και η ίδια η γαργάρα.