ἀντίψηφος

Revision as of 13:45, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A voting against, τῷ θεῷ Pl.Alc.2.150b.

German (Pape)

[Seite 264] dagegenstimmend, Plat. Alc. II, 150 b; Aristaen. 1, 15.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντίψηφος: -ον, ψηφοφορῶν ἐναντίον, ἀντίψηφον τῷ Θεῷ γενέσθαι Πλάτ. Ἀλκ. ΙΙ. 150Β, Ἀρισταίν. 1. 15.

Spanish (DGE)

-ον
que vota en contra, que se pronuncia contra οὐδὲ γὰρ ἂν εἰκὸς εἴην ἀντίψηφον ἐμὲ τῷ θεῷ γενέσθαι Pl.Alc.2.150b.

Greek Monolingual

ἀντίψηφος, -ον (Α)
αυτός που ψηφίζει εναντίον κάποιου, που αντιτίθεται σε κάποιον.

Russian (Dvoretsky)

ἀντίψηφος: высказывающийся или голосующий против (τινι Plat.).