ἀποβρέχω

Revision as of 14:40, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A steep well, soak, Thphr.CP2.5.5, IG4.955.9 (Epid.): metaph., τὴν γλῶσσαν εἰς νοῦν ἀ. Zeno Stoic.1.67, cf. Suid. s.v. Ἀριστοτέλης:—Pass., aor. part. -βρεχθείς Thphr.HP 5.9.5; -βραχείς Dsc.1.110: metaph., ὡς τὰ ἄχη τῆς ψυχῆς ἀποβρέχοιτο Philostr.VA7.22.

German (Pape)

[Seite 298] in einen Aufguß einweichen, Theophr.; eintauchen, Sp., z. B. Nic. Al. 276.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποβρέχω: μέλλ. -ξω, βρέχω καλῶς, βάλλω εἰς τὸ νερόν, μοσχεύω, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 2. 5, 5: μεταφ., ἐὰν μὴ τὴν γλῶτταν εἰς νοῦν ἀποβρέξας διαλέγῃ Ζήνων παρὰ Στοβ. 218. 2· πρβλ. Σουΐδ. ἐν λέξει Ἀριστοτέλης, - Παθ. ἀόρ. Μετοχ. ἀποβρεχθεὶς Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 5. 9, 5· ἀποβραχεὶς Διοσκ. 1. 151.

Spanish (DGE)

sumergir en agua, empapar ref. a plantas ἀποβρεχθέντα ἐν ὕδατι ἐπιρρύτῳ Thphr.HP 5.9.5, ὅταν ὕσῃ τούτοις ἀποβρέχειν Thphr.CP 2.5.5
esp. mantener en agua, macerar εἰς ὕδωρ ἀποβρέξαι IG 42.126.9 (Epidauro III a.C.), κάλυμμα καρπείου Nic.Al.276, τροφήν Dieuch.15.3, τὸ ἄλφιτον τὸ καπυρόν Dieuch.15.9, ἀποβραχεὶς δὲ ἐν ὀμβρίῳ ὕδατι ... ὠφελεῖ πινόμενος Dsc.1.110, λάδανον ἀποβρέχω<ν> νέῳ οἴνῳ macerando la resina en vino nuevo, SB 7350.3 (III/IV d.C.), fig. τὴν γλῶσσαν ... εἰς νοῦν ἀποβρέξας Zeno Stoic.1.67, τὸν κάλαμον ἀποβρέχων εἰς νοῦν Sud.s.u. Ἀριστοτέλης
en v. pas. sofocar, ahogar ὡς τὰ ἄχη τῆς ψυχῆς ἀποβρέχοιτο Philostr.VA 7.22.

Greek Monolingual

(AM ἀποβρέχω)
διαβρέχω, μουσκεύω -
νεοελλ.
απρόσ. παύει να βρέχει.