ἀπεραντολόγος

Revision as of 14:40, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A talking without end, γλῶσσαι Thal.4 Bgk., cf. Ph.1.216: Comp. -ώτερος Gal.18(1).254.

German (Pape)

[Seite 287] ohne Ende geschwätzig, Thales bei D. L. 1, 35.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπεραντολόγος: -ον, ὁ ἀτελευτήτως λαλῶν, γλῶσσαι Θαλῆς παρὰ Διογ. Λ. 1. 35, Φίλων 1. 216.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui bavarde sans fin.
Étymologie: ἀπέραντος, λέγω³.

Spanish (DGE)

-ον
que charla sin fin, charlatán γλῶσσαι Lobo Argiuus en D.L.1.35, κακία Antisth.86, de Juliano, Gal.18(1).253, cf. Ph.1.216.

Greek Monolingual

(AM ἀπεραντολόγος, -ον)
αυτός που μιλά ακατάπαυστα, με ακατάσχετη φλυαρία.

Greek Monotonic

ἀπεραντολόγος: -ον (λέγω), αυτός που φλυαρεί ακατάπαυστα.

Russian (Dvoretsky)

ἀπεραντολόγος: бесконечно болтливый (γλῶσσαι Diog. L.).

Middle Liddell

λέγω
talking without end.