ἀπέραντος

From LSJ

μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπέραντος Medium diacritics: ἀπέραντος Low diacritics: απέραντος Capitals: ΑΠΕΡΑΝΤΟΣ
Transliteration A: apérantos Transliteration B: aperantos Transliteration C: aperantos Beta Code: a)pe/rantos

English (LSJ)

ἀπέραντον, (περαίνω)
A boundless, infinite, of space, πεδίον Pi.N. 8.38 (who also has ἀπείραντος ἀλκά P.9.35); πόντου κλῇδ' ἀ. E.Med. 213 (lyr.); τὸν ἀέρα τόνδ' ὄντ' ἀ. Ar.Nu.393; ὁδός Pl.Tht.147c; of time, endless, τὸ χρῆμα τῶν νυκτῶν ὅσον· ἀπέραντον Ar.Nu.3; χρόνος Pl.Plt. 302a; of number, countless, infinite, ἀπέραντος ἀριθμὸς ἀνθρώπων Id.Criti.119a; ἀπέραντα κακά Id.R.591d, al.; λῦπαι Plu.Sol.7; πένθη Fab.17; unlimited, τιμωρίαι D.23.39; generally, of events, business, etc., ἀπέραντον ἦν there was no end to it, Th.4.36; μακρὸν καὶ ἀ. φαίνεται Arist.EN1101a26; ἀπέραντα περαίνειν represent as concluded what is not concluded, Luc.Philops.9 (with allusion to signf. III); μηδὲν ἀβασάνιστον μηδ' ἀπέραντον ἀπολιπεῖν = leave nothing unattempted or incomplete Plb.4.75.3. Adv., τὸ ἀπεράντως διεστηκός of unlimited dimensions, Arist.Ph.204b21, Metaph.1066b33.
II allowing no escape, whence none can pass, Τάρταρος, δίκτυον, A.Pr.153,1087 (both lyr.).
III in Logic, inconclusive, λόγος Phld.Ir.p.97 W., cf. Stoic.2.77.
IV incomplete, imperfect, of persons, ἀτελὴς καὶ ἀπέραντος Artem.1.12.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): ἀπείραντος Pi.P.9.35
I infinito, ilimitado, inmenso en intensidad ἀλκή Pi.l.c.
en el espacio πεδίον Pi.N.8.38, πόντου κλῇδ' ἀ. E.Med.213, ἀήρ Ar.Nu.393, γῆ LXX 3Ma.2.9, ὠκεανός 1Ep.Clem.20.8
en el tiempo τὸ χρῆμα τῶν νυκτῶν ὅσον· ἀπέραντον Ar.Nu.3, χρόνος Pl.Plt.302a, βασιλεία Isid.Pel.Ep.M.78.320C
del ἄπειρον como τῶν ὄντων ἀρχή Placit.1.3.3 (= Anaximand.A 14), del no ser, Plu.2.1106f, de Dios Hom.Clem.M.2.380A, cf. Aristeas 156
en plu. incontables, numerosísimos μέρη Pl.Prm.144b, ἀριθμὸς ἀνθρώπων Pl.Criti.119a, κακά Pl.R.591d, (ἀπορίαι) Pl.Sph.241c, τιμωρίαι D.23.39, γενεαλογίαι 1Ep.Ti.1.4, λύπαι Plu.Sol.7, πένθη Plu.Fab.17.
II 1no concluido, no completado ἐπειδὴ δὲ ἀπέραντον ἦν como nada se concluía Th.4.36, μηδὲν ... ἀ. ἀπολιπεῖν Plb.4.75.3
de pers. imperfecto ἀτελὴς καὶ ἀ. ... διατελέσει Artem.1.12
τὸ ... ἄρρυθμον Arist.Rh.1408b26
neutr. como adv. ἀπέραντα ... σὺ περαίνεις tú llegas al fin (de tu razonamiento) sin aportar conclusiones Luc.Philops.9.
2 de acciones inacabable, imposible de concluir ὁδός Pl.Tht.147c, μακρὸν καὶ ἀ. φαίνεται Arist.EN 1101a26, ἀπέραντος ἅμα δ' ἀνωφελὴς ... χρεία Plb.1.57.3, ἡ γεωργία Fauorin.Fr.107, τὸ μετὰ τοῦτο ἀπέραντον καὶ ἀόριστον ἐποιήσαντο Fauorin.de Ex.17.16, ἀ. ὂν τὸ γινόμενον I.AI 17.131
de razonamientos indemostrable λόγος Phld.Ir.97, Chrysipp.Stoic.2.77.
3 que no deja salir de realidades físicas Τάρταρος A.Pr.153, δίκτυον A.Pr.1078.
III adv. ἀπεράντως = infinitamente διεστηκός Arist.Ph.204b21, Metaph.1066b33.

German (Pape)

[Seite 287] 1) unbegrenzt, unendlich, πεδίον Pind. N. 8, 38; Ἑλλήσποντος Eur. Med. 215; ἀριθμός Plat. Critia 119 a; χρόνος Polit. 302 a; ἀπορίαι Soph. 245 d; λῦπαι Plut. Sol. 7; πένθη Fab. Max. 17; unvollendet, Dem. 23, 39; μηδὲν ἀπέραντον ἀπολιπεῖν Pol. 4, 75; ἀπέραντόν ἐστιν, man kommt nicht zu Ende, es ist erfolglos, Thuc. 4, 36. – 2) ohne Ausweg, Τάρταρος, δίκτυον, Aesch. Prom. 153. 1080. – S. auch ἀπείραντος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. sans fin :
1 infini, immense, innombrable, interminable;
2 inachevé, sans effet ; ἐπειδὴ δὲ ἀπέραντον ἦν THC et comme on n'arrivait à aucun résultat;
II. sans issue, inextricable.
Étymologie: , περαίνω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπέραντος:
1 беспредельный, бесконечный, нескончаемый (πεδίον Pind.; πόντου κλῄς Eur.; ἀήρ Arph.; ὁδός, ἀριθμός, χρόνος Plat.);
2 бесчисленный, несметный (πένθη, δεισιδαιμονίαι Plut.);
3 наглухо закрытый, безвыходный, безысходный (Τάρταρος, δίκτυον Aesch.): ἐπειδὴ δὲ ἀπέραντον ἦν Thuc. так как исхода не было видно;
4 лог. не приводящий к окончательному заключению, тж. сомнительный (λόγοι Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπέραντος: -ον, (πέρα) ὁ μὴ ἔχων πέρατα, ἄπειρος, μέγας, ἐπὶ τόπου, πεδίον Πινδ. Ν. 8. 65, (ὅστις ἔχει ἐπίσης ἀπείραντος ἀλκὰ Π. 9. 61)· πόντου κλῇδ’ ἀπ. Εὐρ. Μήδ. 213· τὸν ἀέρα τόνδ’ ὄντ’ ἀπ. Ἀριστοφ. Νεφ. 392· ὁδὸς Πλάτ. Θεαίτ. 147C· ― ἐπὶ χρόνου, ἀτελεύτητος, τὸ χρῆμα τῶν νυκτῶν ὅσον ἀπέραντον Ἀριστοφ. Νεφ. 3· χρόνος Πλάτ. Πολιτικ. 302Α. ― ἐπὶ ἀριθμοῦ, ἀναρίθμητος, ἄπειρος, ἀπ. ἀριθμὸς ἀνθρώπων Πλάτ. Κριτί. 119Α· ἀπ. κακὰ ὁ αὐτ. Πολ. 591D, κτλ.: ― καθόλου ἐπὶ γεγονότων, ὑποθέσεων, ἀσχολιῶν, κτλ., ἀπέραντον ἦν, ἦτο ἀτελεύτητον, ἀνεξάντλητον, «τελειωμὸν δὲν εἶχε», Θουκ. 4. 36· μακρὸν καὶ ἀπ. φαίνεται Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 11, 2· ἀπέραντα… ξυμπεραίνῃ, ὦ Δεινόμαχε, καὶ ἥλῳ, φασίν, ἐκκρούεις τὸν ἧλον, παριστᾷς ὡς τετελεσμένα τὰ πράγματα καὶ ἐξάγεις συμπέρασμα ἐνῷ τὸ ζήτημα μένει ἄλυτον, Λουκ. Φιλοψευδ. 9, πρβλ. Διογ. Λ. 7. 77· μηδὲν ἀβασάνιστον μηδ’ ἀπ. Πολύβ. 4. 75, 3: ― Ἐπίρρ. τὸ ἀπεράντως διεστηκός, Ἀριστ. Φυσ. 3. 5, 9, Μεταφ. 10. 10, 7. ΙΙ. ὁ μὴ ἐπιτρέπων νὰ περάσῃ τις καὶ νὰ ἐξέλθῃ, ὁ μὴ παρέχων μέσον πρὸς διαφυγήν, ὁ δι’ οὗ οὐδεὶς δύναται νὰ περάσῃ, Τάρταρος, δίκτυον, Αἰσχύλ. Πρ. 153, 1078· πρβλ. ἄπειρος ΙΙ. 2.

English (Slater)

ᾰπέραντος, ἀπείραντος, -ον
   1 without bounds, immense “γεύεται δ' ἀλκᾶς ἀπειράντου” v. Fränkel, D & P, 503̆{4}. (P. 9.35) χρυσὸν εὔχονται, πεδίον δ' ἕτεροι ἀπέραντον (N. 8.38)
ᾰπέραντος v. ἀπείραντος.

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and a secondary derivative of πέραν; unfinished, i.e. (by implication) interminable: endless.

English (Thayer)

ἀπέραντον; (περαίνω to go through, finish; cf. ἀμάραντος), that cannot be passed through, boundless, endless: γενεαλογιαι, protracted interminably, Pindar down.)

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀπέραντος, -ον) περαίνω
αυτός που δεν έχει τέλος, άπειρος
2. αναρίθμητος, αμέτρητος
αρχ.
1. (για χρόνο) ατελείωτος
2. ανεξάντλητος
3. αυτός που φαίνεται ότι δεν έχει τέλος
4. αυτός που δεν επιτρέπει να δραπετεύσει κανείς, που δεν επιτρέπει έξοδο, αδιάβατος
5. (λόγος, δηλ. συλλογισμός) χωρίς πέρας, χωρίς αιτιολογημένο συμπέρασμα.

Greek Monotonic

ἀπέραντος: -ον (περαίνω
I. απεριόριστος, άπειρος, λέγεται για τοπικό διάστημα, σε Πίνδ., Ευρ. κ.λπ.· λέγεται για χρονική διάρκεια, ατελεύτητος, σε Αριστοφ.· λέγεται για αριθμό, άπειρος, αναρίθμητος, σε Πλάτ.· γενικά, χρησιμοποιείται για συμβάντα, ἀπέραντον ἦν, δεν είχε τελειωμό, σε Θουκ.
II. αυτός που δεν αφήνει περιθώριο διαφυγής, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

περαίνω
I. boundless, infinite, of space, Pind., Eur., etc.:—of time, endless, Ar.;—of Number, countless, Plat.; generally of events, ἀπέραντον ἦν there was no end to it, Thuc.
II. allowing no escape, Aesch.

Chinese

原文音譯:¢pšrantoj 阿-胚嵐拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:不-那邊
字義溯源:無窮的,無限的,不能衡量的;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不,無)與(πέραν)=那邊)組成;其中 (πέραν)又出自(πειράω)X*=刺透)
出現次數:總共(1);提前(1)
譯字彙編
1) 無窮的(1) 提前1:4

English (Woodhouse)

boundless, ceaseless

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Léxico de magia

-ον ilimitado de la divinidad δεῦρό μοι, βασιλεῦ, <καλῶ σε>, θεὸν θεῶν, ἰσχυρὸν, ἀπέραντον ven a mí, rey, a ti te invoco, dios de dioses, poderoso, ilimitado P I 164

Lexicon Thucydideum

sine fine, without end, ceaselessly, 4.36.1,
quum nihil efficeretur, since nothing was being accomplished.

Translations

Afrikaans: oneindig; Armenian: անվերջ; Belarusian: бясконцы, бесканечны; Bulgarian: безкраен, безконечен; Burmese: အနန္တ; Catalan: infinit; Chinese Mandarin: 無窮, 无穷, 無限, 无限; Czech: nekonečný; Dutch: oneindig, eindeloos; Esperanto: senfina; Finnish: ääretön, päättymätön; French: infini; German: unendlich, endlos, unbegrenzt, unbeschränkt; Greek: άπειρος; Ancient Greek: ἄπειρος, ἀπέραντος; Indonesian: nirbatas; Irish: éigríochta; Italian: infinito; Japanese: 果てしない, 無限の; Kazakh: ақырсыз; Khmer: គ្មានទីបំផុត; Korean: 무한; Latin: infinitus; Luxembourgish: onendlech; Macedonian: бесконечен, бескраен; Malay: tidak terbatas, tidak terhad; Maori: mutungakore; Norman: înfinni; Norwegian Bokmål: uendelig, endeløs, grenseløs; Nynorsk: uendeleg, endelaus, grenselaus; Old English: unġeendodlīċ; Polish: nieskończony; Portuguese: infinito; Romanian: infinit, fără limită; Russian: бесконечный, безграничный, беспредельный, бескрайний; Sanskrit: अनन्त, अदिति; Serbo-Croatian: beskonačan; Sinhalese: අනන්ත; Slovak: nekonečný; Slovene: neskončen; Spanish: infinito; Swedish: oändlig, ändlös, gränslös; Tagalog: awangganin; Thai: อนันต์, ไม่มีที่สิ้นสุด; Turkish: sonsuz, sınırsız; Ukrainian: нескінченний, безконечний; Urdu: لامتناہی‎; Vietnamese: vô hạn, bất tận