ἀσυστασία
English (LSJ)
ἡ, A want of union, confusion, Archig. ap. Gal.8.626. -στᾰτέω, to be incapable of, c. gen., A.D.Conj.228.14.
German (Pape)
[Seite 381] ἡ, Uneinigkeit, Verwirrung?
Greek (Liddell-Scott)
ἀσυστᾰσία: ἡ, τὸ ἀσύστατον εἶναι, ἔλλειψις ἑνότητος, σύγχυσις, Ἀρχιγέν. παρὰ Γαλην. 8. 626.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 medic. agitación, trastorno ἀ. χρονικὴ κατά τινα τῶν τοῦ σφυγμοῦ διαφορῶν Archig. en Gal.8.626.
2 inconsistencia ἡ τῆς αἱρέσεως ὑπόθεσις ἀσυστασίᾳ μᾶλλον περιπίπτουσα καὶ οὐκ ἀληθείᾳ Epiph.Const.Haer.23.4.